Σας αρέσουν τα παραμύθια;
Ελάτε να δούμε μαζί την ιστορία ενός κτήματος που μοιάζει με παραμύθι.
Το 1920 ξεκινάει η ιστορία του κτήματος Domaine du Petit Clocher στο Clere-sur-Layon της Γαλλίας με την πρώτη γενιά, ένα ζευγάρι παντοπωλών, που αποφάσισε να ξεφύγει από την συνηθισμένη πρακτική της περιοχής, όπου κάθε οικογένεια καλλιεργούσε ένα στρέμμα αμπέλι για να παράγει το κρασί της οικογένειας. Ο Jules-Emile και η Marie Denis είναι οι οραματιστές που προσκολλούνται στην καλλιέργεια του αμπελιού και χτίζουν μια φιλοσοφία που θα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές.
Η δεύτερη γενιά, που ουσιαστικά ξεκινάει το 1926 με τη γέννηση του Maurice, θα επεκτείνει το κτήμα. Μεγάλωσε στην οικογενειακή φάρμα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, και παρόλο που ήταν ο μικρότερος γιος, ανέλαβε τη διαχείριση του κτήματος. Με τη σύζυγό του Marie-Antoinette, καταγώμενη επίσης από οικογένεια αμπελουργών, μεγάλωσαν τον αμπελώνα που έφτασε τα 18 στρέμματα. Οι αγρότες της περιοχής εξακολουθούν να ασκούν μικτή γεωργία, αλλά ο Maurice κάνει τη διαφορά και είναι ο μόνος στο Cléré που αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο επάγγελμα του αμπελουργού. Ενδιαφέρεται για τις τελευταίες καινοτομίες και είναι ο πρώτος στην πόλη που απέκτησε τρακτέρ. Είναι ιδεολόγος και οραματιστής και βάζει τέλος στην καλλιέργεια όλων των υβριδικών ποικιλιών σταφυλιών, τις οποίες αντικατέστησε κυρίως με το Cabernet Franc.
Η τρίτη γενιά ο Antoine και ο Jean-Noel έχουν από μικροί βιώσει το δέσιμο με το αμπέλι, επεκτείνουν το κτήμα, φτάνοντας στα 33 στρέματα και από το 1975 ο αμπελώνας παίρνει το σημερινό του όνομα «Domaine du Petit Clocher”.
Στόχος τους να επωφεληθούν από το εξαιρετικό terroir με το βραχώδες, σχιστολιθικό έδαφος και να παράγουν ποιοτικά και εντυπωσιακά κρασιά όπως ήταν ήδη τα ονομαστά Chinon και Champigny. Το 1977 έρχεται η δικαίωση με το πρώτο μετάλλιο για το κτήμα στο Concours general agricole de Paris και μετά ακολουθεί το μετάλλιο Capus to 1993.
Ο αμπελώνας επεκτείνεται στα 55 στρέματα το 1995. Τα δυο αδέρφια συνεχίζουν να εκσυγχρονίζουν το κτήμα με μηχανήματα συγκομιδής, πνευματικά πιεστήρια και ρομποτικές δεξαμενές.
Και φτάνουμε στην τέταρτη γενιά, όταν μεταξύ 2003 και 2009, ο Stéphane, ο Vincent και ο Julien, οι σημερινοί ιδιοκτήτες, πήραν τη σκυτάλη από τους πατέρες τους και γράφουν μια νέα σελίδα στην οικογενειακή ιστορία. Σχεδόν 100 χρόνια μετά τους προπάππους τους, με σπουδές και επαγγελματικές εμπειρίες στους μεγάλους αμπελώνες της Γαλλίας, της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας, χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνικές και παραδοσιακή τεχνογνωσία, πάντα με στόχο την παραγωγή ολοένα και πιο ποιοτικών κρασιών.
Δυο λόγια το terroir του κτήματος
Στις πλαγιές του Layon, στα σύνορα τριών γεωλογικών περιοχών, το Domaine du Petit Clocher επωφελείται από γεωλογικές και κλιματικές συνθήκες που είναι εξαιρετικά ευνοϊκές για το αμπέλι. Αυτό το αξιόλογο terroir είναι υπεύθυνο για την παραγωγή διακριτικά εκφραστικών κρασιών, με λεπτούς ή έντονους χαρακτήρες.
Γεωλογία
Ο αμπελώνας Petit Clocher είναι σε μεγάλο βαθμό φυτεμένος στις πλαγιές των λόφων που σκάβει το Layon, στο σταυροδρόμι τριών γεωλογικών ζωνών: της λεκάνης Armorican, της Παρισινής Λεκάνης και της κοιλάδας του Thouet. Τα αμπέλια αναπτύσσονται στην πραγματικότητα σε ένα terroir από σκληρούς πράσινους και γκρίζους σχιστόλιθους, ροζ ηφαιστειακά πετρώματα που μαρτυρούν μια αρχαία σεισμική ζωή, δίνοντας στα κρασιά πολύ διαφορετικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Αυτό το terroir παράγει υπέροχα λευκά γλυκά κρασιά, με νότες μελιού και εξωτικών φρούτων ή κρασιά ζωηρά, με νεύρο και μεγάλη αρωματική φρεσκάδα.
Παράγει επίσης ερυθρά, πολύ ειλικρινή κρασιά, άλλοτε φρέσκα, άλλοτε πιο συμπυκνωμένα, στρογγυλά και τραχιά με καλή ικανότητα παλαίωσης.
Κλίμα
Το κτήμα βρίσκεται νότια του Anjou, στις πηγές του Layon, και επωφελείται από τη διάσημη “Douceur Angevine”* και την εγγύτητα του Ατλαντικού Ωκεανού. Οι θερμοκρασίες είναι ήπιες, οι βροχοπτώσεις μέτριες, ή άνοιξη και το καλοκαίρι είναι ξηρά. Στην πλαγιά του λόφου τα οικόπεδα λούζονται εναλλάξ στην πρωινή ομίχλη και στο φως του ήλιου. Αυτό το φαινόμενο, ειδικά το φθινόπωρο παράγει την ευγενή σύψη (Botrytis Cinerea) που είναι απαραίτητος παράγοντας για την παραγωγή των φημισμένων γλυκών κρασιών με την επωνυμία Coteaux du Layon.
*Η “Douceur Angevine, η «γλυκύτητα του Angevin» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στο Anjou, που εξακολουθεί να έχει τις ρίζες του στη συλλογική μνήμη σήμερα.
Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει μια συγκεκριμένη γλυκύτητα της ζωής, ακόμη και μια ορισμένη ταραχή.
Δοκίμασε τα κρασιά του κτήματος που φέραμε για εσένα ΕΔΩ
___________
*Με τον καιρό αυτή η έκφραση έχει γίνει μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Angevin. Φαίνεται ότι η προέλευσή του ανάγεται στον 16ο αιώνα, κάτω από την πένα του Joachim Du Bellay: «Και περισσότερο από τον αέρα της θάλασσας, Angevin Douseur».
Με την πιο κοινή του έννοια, σχετίζεται με το κλίμα αυτής της περιοχής, το οποίο είναι γνωστό ότι είναι ήπιο.
Βρίσκουμε αυτή τη φράση στη λογοτεχνία (Douceur angevine; To be born, live and die in Avrillé by Jacques Thomé, The hidden face of angevine sweetness by Joël Prévôt, The angevine sweetness in Luneville 15th-16th centuries by Catherine Guyon…), σε περιοδικά (Norois…), και σε τουριστικές περιγραφές της περιοχής (τμηματική επιτροπή τουρισμού, τουριστικό γραφείο Saumur, τουριστικό γραφείο Loire-Longué…). Χρησιμοποιείται επίσης από δημοσιογράφους (Douceur angevine, enfer du Nord στο Nord Éclair της 6ης Σεπτεμβρίου 2014, Douceur angevine avant πρόγραμμα stormy στη La Dépêche της 31ης Ιανουαρίου 2015, καθώς και στις περιφερειακές εφημερίδες Le Courrier de l'Ouest και Ouest- France) ή για εμπορικούς σκοπούς (μάρκες, ονόματα εστιατορίων, κ.λπ.).